ανακεφαλαιωτικός

ανακεφαλαιωτικός
-ή, -ό (Α ἀνακεφαλαιωτικός, -ή, -όν) [ἀνακεφαλαιοῡμαι]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανακεφαλαίωση
μσν.
επίρρ. ἀνακεφαλαιωτικῶς
περιληπτικά
αρχ.
ο κατάλληλος για ανακεφαλαίωση, για περίληψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνακεφαλαιωτικός — fit for summing up masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακεφαλαιωτικά — ἀνακεφαλαιωτικός fit for summing up neut nom/voc/acc pl ἀνακεφαλαιωτικά̱ , ἀνακεφαλαιωτικός fit for summing up fem nom/voc/acc dual ἀνακεφαλαιωτικά̱ , ἀνακεφαλαιωτικός fit for summing up fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακεφαλαιωτικόν — ἀνακεφαλαιωτικός fit for summing up masc acc sg ἀνακεφαλαιωτικός fit for summing up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακεφαλαιωτική — ἀνακεφαλαιωτικός fit for summing up fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακεφαλαιωτικήν — ἀνακεφαλαιωτικός fit for summing up fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακεφαλαιωτικῶς — ἀνακεφαλαιωτικός fit for summing up adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακεφαλαιώνω — (Α και ἀνακεφαλαιοῡμαι, όομαι), επαναλαμβάνω τα προαναφερθέντα τονίζοντας τα κύρια σημεία, κάνω συνοπτική επανάληψη, περίληψη νεοελλ. ενσωματώνω τους τόκους στο κεφάλαιο και ανατοκίζω το νέο ποσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κεφαλαιοῦμαι. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”